ζητουμένως

ζητουμένως
ζητέω
seek
pres part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζητουμένως — (AM) επίρρ. με αναζήτηση, με διερευνητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσοπαθητ. ενεστ. ζητούμενος τού ρ. ζητώ πρβλ. και ουσ. ζητούμενο(ν), το] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”